Η παιδική παχυσαρκία αποτελεί ολοένα αυξανόμενο φαινόμενο. Οι
διατροφικές συνήθειες σχηματίζονται πολύ νωρίς σε ηλικία και επηρεάζονται από
το πώς χρησιμοποιείται το φαγητό στις οικογενειακές και κοινωνικές μας
αλληλεπιδράσεις. Ποιες είναι όμως οι
ψυχολογικές επιπτώσεις του να μεγαλώνει
κανείς υπέρβαρος σε μία κοινωνία που
συστηματικά κρατά μία απορριπτική στάση
προς τους παχύσαρκους; Και αν υπάρχουν επιπτώσεις πως αυτές εκφράζονται? Ο
στιγματισμός των παχύσαρκων αναγνωρίζεται και διερευνάται τουλάχιστον τα τελευταία πενήντα έτη.
Έρευνες που έχουν γίνει στο τομέα
της παχυσαρκίας παραθέτουν αντιφατικά
ευρήματα. Από τη μία η παχυσαρκία συσχετίζεται με περισσότερα διαδεδομένα
ψυχολογικά προβλήματα ,όπως η κατάθλιψη (Britz et a l. 2000). Άλλα ευρήματα πάλι παρουσιάζουν τους παχύσαρκους ανθρώπους
ως ‘χιουμορίστες’ και ως ‘ζεστές
προσωπικότητες’ (Dejong & Kleck,
1986). Αυτή η τελευταία συσχέτιση δε βρίσκει υποστήριξη στη πιο πρόσφατη
βιβλιογραφία. Ούτε όμως και για τη συσχέτιση της παχυσαρκίας με τη κατάθλιψη
είναι ξεκάθαρα τα ευρήματα. Η κατάθλιψη είναι περισσότερο εμφανής σε
δείγματα παχύσαρκων εφήβων (Britz et al., 2000). Τα κορίτσια είναι εμφανώς περισσότερο επιρρεπή στη κατάθλιψη από ότι τα αγόρια (Stunkard et al. 2003). Αυτό ίσως δικαιολογείται στο
πλαίσιο της ευρύτερης ενασχόλησης των εφήβων κοριτσιών με την εμφάνιση τους και
τη δίαιτα.
Όσον αφορά τη ποιότητα ζωής, σε διάφορες έρευνες έχει παρατηρηθεί ότι οι
παχύσαρκοι άνθρωποι έχουν χαμηλότερη ποιότητα ζωής σε όλες τις μετρήσεις σε
σχέση με αυτούς που έχουν ένα φυσιολογικό βάρος (π.χ. Schwimmer et al. 2003).
Περισσότερο, όσον αφορά την αυτοπεποίθηση, η συσχέτιση μεταξύ
παχυσαρκίας και αυτοπεποίθησης δεν είναι
ξεκάθαρα σημαντική, είναι όμως περισσότερο εμφανής στις κοπέλες και μάλιστα η συσχέτιση αυτή ενδυναμώνεται
καθώς οι κοπέλες περνάνε από την εφηβεία στη νεαρή ενηλικίωση (Miller &Downey, 1999). Μία ενδιαφέρουσα τοποθέτηση έρχεται
από το μοντέλο του Charles Cooley όπου η
αυτοπεποίθηση θεωρείται κοινωνική επί της ουσίας στη φύση της και δίνεται
έμφαση στις κριτικές που φανταζόμαστε
ότι οι άλλοι κάνουν για εμάς. Αυτοί που παρουσιάζουν χαμηλή αυτοπεποίθηση
αντιλαμβάνονται τους άλλους να μην έχουν
καλή ιδέα για αυτούς, αισθάνονται υποτιμημένοι, παραμελημένοι και κοινωνικά
απομονωμένοι. Ιδιαίτερη επιρροή σε αυτές τις φανταστικές επικρίσεις έχουν οι
γονείς για τα παιδιά τους και γενικά οι περισσότερο ‘επιτυχημένοι και
χαρισματικοί ’ άνθρωποι, τους οποίους φανταζόμαστε να κάνουν πιο σκληρή
κρητική σε σχέση με αυτούς που είναι λιγότερο επιτυχημένοι και
χαρισματικοί.
Όσον αφορά το παιδικό χλευασμό / εκφοβισμό (bullying) στο σχολείο, περισσότερο όλων, χλευάζονται
τα υπέρβαρα κορίτσια και τα πολύ αδύνατα
αγόρια. Τα παιδιά που χλευάζονται
εξαιτίας του βάρους τους συνολικά παρουσιάζουν χαμηλότερη αυτοπεποίθηση και
αίσθηση αυτό-αποδοτικότητας , με τη μεγαλύτερη δυσκολία τους να διαφαίνεται στο πως αισθάνονται και
αντιμετωπίζονται από τους άλλους όσον αφορά τη εξωτερική τους εμφάνιση και την αθλητική τους επίδοση. Παρόλα
αυτά, τα υπέρβαρα παιδιά δεν προκύπτει να
απομονώνονται όσον αφορά τις φιλίες τους, εντός και εκτός σχολίου (Phillips & Hill, 1998). Όμως με το πέρασμα στην εφηβεία οι σχέσεις
φαίνεται να γίνονται περισσότερο προβληματικές
για τους υπέρβαρους εφήβους, με μεγαλύτερο κίνδυνο απομόνωσης και
θυματοποίησης . Ένα μεγάλο ποσοστό
εφήβων (της τάξεως του 1/3) χλευάζονται στο σχολείο για θέματα βάρους (Eisengerg et al. 2003). Αυτή η διαφορά μεταξύ παιδιών και
εφήβων πιθανώς αντικατοπτρίζει τις διαφορές στα κριτήρια σύναψης σχέσεων και
κοινωνικών δικτύων καθώς τα παιδιά ωριμάζουν και καθώς ο παράγοντας της σεξουαλικής επαφής και του φλερτ έρχονται στο προσκήνιο.
Τέλος, μερικές παρατηρήσεις που αφορούν γενικά τη παχυσαρκία,
συμπεριλαμβανομένου τους ενήλικες, είναι
τα εξής:
Η σχέση παχυσαρκίας και χαμηλής αυτοπεποίθησης είναι συχνά αμφίδρομη. Η παχυσαρκία δηλαδή οδηγεί
συχνά σε χαμηλή αυτοπεποίθηση, αλλά και η χαμηλή αυτοπεποίθηση με τη σειρά της
οδηγεί συχνά σε υπερφαγία και έτσι σε περισσότερη παχυσαρκία. Τουλάχιστον αυτά τα ευρήματα
υποστηρίζονται σε έρευνες με ενήλικες. Συγκεκριμένα παρατηρείται η έντονη σχέση
μεταξύ παχυσαρκίας και προδιάθεσης για κατάθλιψη, καθώς και ο αυξημένος
κίνδυνος ανάπτυξης παχυσαρκίας σε καταθλιπτικούς ασθενείς (Luppino FS,et.al.
2010). Περισσότερο, η μειωμένη άσκηση και η κατανάλωση συγκεκριμένων ‘τροφών
ανακούφισης’ πλούσιες σε λιπαρά και
υδατάνθρακες, με στόχο να ανεβάσουν τη διάθεση, είναι συχνό φαινόμενο στα
άτομα που έχουν χαμηλή
αυτοπεποίθηση ή έχουν προδιάθεση για
κατάθλιψη και αγχώδεις διαταραχές (Atlantis E.,
2009).
Η παχυσαρκία (ακόμα πιο έντονα στη περίπτωση των διατροφικών διαταραχών
– τη βουλιμία, την ανορεξία, τα επεισόδια υπερφαγίας) πολύ συχνά αποτελούν μόνο
ένα εμφανές σύμπτωμα για άλλα βαθύτερα ζητήματα που απασχολούν το άτομο. Έτσι
συχνά οι προσπάθειες να χάσει (στη περίπτωση της παχυσαρκίας / βουλιμίας ) ή να
κερδίσει βάρος κανείς (στη περίπτωση της
νευρικής ανορεξίας) είναι επίπονες και μάταιες, καθώς η πρόσληψη ή η απόρριψη
της τροφής αντικατοπτρίζει άλλες ψυχολογικές ανάγκες όπως την αυξημένη ανάγκη ή
δυσκολία της πρόσληψης στοργής και επαφής.
Συχνά τα παχύσαρκα άτομα και
ιδιαίτερα τα παιδιά ή και οι γονείς αυτών, κάνουν ενεργές προσπάθειες να
καλύψουν και να προστατευτούν από τις ψυχολογικές επιπτώσεις της παχυσαρκίας. Έτσι ως αποτέλεσμα δε
λαμβάνουμε πάντοτε έγκυρα μηνύματα για το πως αντιλαμβανόμαστε και πως μπορούμε να βοηθήσουμε ένα παχύσαρκο
άτομο που πέραν του βάρους του υποφέρει
από αλληλένδετες ψυχολογικές δυσκολίες. Γι’αυτό σε περίπτωση που κάποιος
αισθάνεται επανειλημμένα ματαιωμένος / η με το θέμα του βάρους του, καλό είναι
να αναζητά τη βοήθεια από αρμόδιο διατροφολόγο ή και από ειδικό ψυχολόγο, που μπορούν να στηρίξουν τις προσπάθειες του,
βοηθώντας τον να κατανοήσει την ιδιαίτερη σχέση που έχει με τη τροφή και το
βάρος του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου