Η μητέρα και το παιδί συνάπτουν
ένα πολυσύνθετο δεσμό από την ώρα της σύλληψης. Αυτός ο δεσμός ενισχύεται κατά
την ανάπτυξη του εμβρύου στη μήτρα, κατά το τοκετό και καταλυτικά κατά τα πρώτα έτη ζωής του
βρέφους. Παραμένει όμως ισχυρός και μοναδικός καθ’όλη τη διάρκεια της ζωής
τους. Είναι πολύ ενδιαφέρουσες οι μελέτες σε έγκυες μητέρες που δείχνουν την
αμοιβαία αλληλεπίδραση της μητέρας και του εμβρύου προκειμένου να διευκολυνθεί
η παραγωγή και διατήρηση της ζωής. Η αμοιβαία αλληλεπίδραση διαφαίνεται στο ότι
δε στηρίζει μόνο η μητέρα το έμβρυο, μεταφέροντας το dna της, τα αντισώματα και άλλα εφόδια
για την υγεία του, αλλά και το έμβρυο στηρίζει τη μητέρα ώστε να είναι σε θέση
να φέρει το έργο της μητρότητας εις πέρας. Για παράδειγμα, εάν υπάρχει κάποιο
πρόβλημα στη καρδιά της μητέρας, βλαστοκύτταρα από το βρέφος μεταναστεύουν στη
προβληματική περιοχή της μητέρας για να επιδιορθώσουν τη βλάβη. Επίσης, στο
τοκετό, στο κράτημα και τη τρυφερότητα της μητέρας προς το μωρό αλλά και στη
παραγωγή γάλακτος, μητέρα και νεογνό παράγουν μία ορμόνη την ωκυτοκύνη που
θεωρείται η ορμόνη της αγάπης, καθώς παράγει ένα αίσθημα ευδαιμονίας και
ηρεμίας που εδραιώνει βαθιούς συναισθηματικούς δεσμούς μεταξύ τους. Ακόμα και η
όψη του ήρεμου βλέμματος ενός ικανοποιημένου μωρού που θηλάζει από μπιμπερό
ενεργοποιεί την παραγωγή ωκυτοκύνης στη μητέρα. Η ωκυτοκίνη, εκκρίνεται και
στην ενήλικη ζωή, κατά τη σωματική επαφή (το χάδι, το μασάζ, την ερωτική επαφή
και τον οργασμό) και την ήρεμη και ζεστή βλεματική επαφή στις συντροφικές
στιγμές.